λαντέρνα

λαντέρνα
η
βλ. λατέρνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λατέρνα — και λαντέρνα, η 1. αυτόματο μηχανικό μουσικό όργανο, η λειτουργία τού οποίου γίνεται με την περιστροφή, συνήθως με τη χρήση μανιβέλας, ενός τυμπάνου που φέρει κατάλληλα διευθετημένες ακίδες οι οποίες χτυπούν χορδισμένα μεταλλικά ελάσματα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”